- διαμαρτυρίᾳ
- διαμαρτυρίαι , διαμαρτυρίαobstructive pleafem nom/voc plδιαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρίαobstructive pleafem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαμαρτυρία — διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc/acc dual διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρία — Η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, ανατίθεσης ή παράπονου για ενέργειες ή παλείψεις βλαπτικές. (Νομ.) Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η εκδήλωση ενός ενδιαφερομένου, η οποία οφείλεται συχνά στη δημιουργία ή αλλοίωση μιας έννομης σχέσης, όπως, για… … Dictionary of Greek
διαμαρτυρία — η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, άρνησης, αντίθεσης και παράπονου: Υπήρξε έντονη διαμαρτυρία για τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρίας — διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc pl διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίαι — διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Диамартирия — • Διαμαρτυρία, род протеста против законности начатия тйжбы, который заявлялся посредством показаний свидетелей; когда же ответчик сам лично оспаривал право на поднятие дела, то это называлось παραγραφή. Наиболее известна Д.,… … Реальный словарь классических древностей
διαμαρτυρίαν — διαμαρτυρίᾱν , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυριῶν — διαμαρτυρία obstructive plea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίαις — διαμαρτυρία obstructive plea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей